αγριόψυχος

αγριόψυχος
-η, -ο
αυτός που έχει άγρια ψυχή, ωμός, θηριώδης, μοχθηρός, κακός, απάνθρωπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγριόψυχος — η, ο άνθρωπος με άγρια, θηριώδη ψυχή: Άλλον τέτοιο αγριόψυχο άνθρωπο δεν είχε ξανασυναντήσει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”